- βούργια
- η крестьянская сумка; торба (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βούργα — και βούργια, η (Μ βούλγια και βουλγία) δερμάτινο ή μάλλινο σακκίδιο νεοελλ. ασκί από δέρμα κατσίκας ή προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. βούργα < λατ. bulga, vulga «σάκκος» βούργια < μσν. βούλγια ή βουλγία < λατ. bulgia ή bulgea] … Dictionary of Greek